ὑπερυψωμένου

ὑπερυψωμένου
ὑπερυψόω
exalt exceedingly
pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic)
ὑπερυψόω
exalt exceedingly
pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic)
ὑ̱περυψωμένου , ὑπερυψόω
exalt exceedingly
perf part mp masc/neut gen sg
ὑπερῡψωμένου , ὑπερυψόω
exalt exceedingly
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σταυροθόλιο — (Αρχιτ.). Είδος θολωτής οροφής, που σχηματίζεται από τη διασταύρωση δύο κυλινδρικών θόλων, ίσης ή άνισης μεταξύ τους διαμέτρου. Επινόημα της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, βρήκε την τελειοποίηση του στο Βυζάντιο, όπου για μεγαλύτερη στερεότητα… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Γαβρολίμνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 363 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χαλκείας. Στην περιοχή βρίσκεται ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, της λεγόμενης Παναξιώτισσας. Είναι από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”